Η ανθρωπογεωγραφία των ποντιακών χωριών της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας
Η ανθρωπογεωγραφία των ποντιακών χωριών της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας
Οι πρώτοι Πόντιοι είχαν εγκατασταθεί στην Αρμενία από τον 18ο αιώνα, όταν μετοίκησαν από την περιοχή της Αργυρούπολης για να εργασθούν στα μεταλλωρυχεία της Μονής Αχτάλα. Ένα δεύτερο κύμα έφτασε μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1827-29. Οι πρόσφυγες αυτοί που κατάγονταν από τις περιοχές του Κάρς και του Ερζερούμ εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Λενινακάν. Στην απογραφή του 1989 είχαν καταγραφεί 4,650 Έλληνες.
Οι Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Αρμενίας έζησαν για πάνω από έναν αιώνα συγκεντρωμένοι σε μερικά χωριά της βόρειας Αρμενίας, στη συνοριακή ζώνη με τη Γεωργία. Αυτά τα ελληνικά χωριά – Γιαγντάν, Αχτάλα, Σαμλούγ, Λέν-Ρουντνίκ – βρίσκονταν στην περιφέρεια του Αλαβέρντι.
Υπήρχαν επίσης μερικές οικογένειες Ποντίων στο αρμένικο χωριό Αγκαράκ. Το χωριό Κογές είχε κάποτε ποντιακό πληθυσμό, αργότερα όμως κατοικήθηκε μόνο από Αρμένιους.
Αλαβέρντι
Το Αλαβέρντι, αρχαίο κέντρο εξόρυξης χαλκού, ήταν χωριό μέχρι το 1938. Με την οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής περιόδου απετέλεσε μια από τις νέες πόλεις της Αρμενίας. Ήταν κύριο κέντρο έγχρωμης μεταλλουργίας και συγκέντρωνε και άλλες μικρότερες βιομηχανικές μονάδες. Οι κατοικίες που κατασκευάστηκαν στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ήταν χαρακτηριστικές για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική τους. Έπαιρναν υπόψη τους τις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες της Αρμενίας. Πολλοί Πόντιοι κατοίκησαν σε αυτά τα πολυώροφα κτίσματα με τα διαμπερή διαμερίσματα και τις βεράντες.
Αλαβέρντι – varandej, Ιούνιος 16, 2020
Γιαγντάν
Το Γιαγντάν ήταν ένα αγροτικό χωριό. Οι κάτοικοι δούλευαν στα κολχόζ και παρήγαγαν φρούτα και λαχανικά. Το Λεν-Ρουντνίκ ήταν ένα πολύ μικρό ποντιακό χωριό. Όλοι τους οι κάτοικοι δούλευαν στο Αλαβέρντι. Αντιθέτως, στο Σαμλούχ, υπήρχε ένα εργοστάσιο υφασμάτων, θυγατρική του μεγάλου εργοστασίου μεταξιού στο Αλαβέρντι, που απασχολούσε 200 άτομα, οι περισσότεροι Πόντιοι.
Το φαράγγι Τζοραγκέτ, Γιαγντάν – Tatev Hakobyan, Απρίλιος 4, 2019
Αχτάλα
Η ορεινή κωμόπολη Αχτάλα και πιο συγκεκριμένα η κάτω πόλη αποτελούσε από τα τέλη του 18ου αιώνα το ιστορικό κέντρο της εγκατάστασης των Ποντίων. Είχε πληθυσμό 5 000 κατοίκους και κλίμα ηπειρωτικό. Ο ποντιακός ελληνισμός αντιπροσώπευε το 1/3 του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν Αρμένιοι και υπήρχε ένας πολύ μικρός πληθυσμός Αζέρων. Οι Αζέροι εγκατέλειψαν την Αχτάλα στην αρχή της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Μοναστήρι, Αχτάλα – Soghomon Matevosyan, Ιανουάριος 23, 2007
Αυτή η κωμόπολη, γνωστή για το ομώνυμο μεσαιωνικό μοναστήρι με τοιχογραφίες από τον 11ο-13ο αιώνα, αναπτύχθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι σοβιετικές αρχές έχτισαν 22 πενταόροφες πολυκατοικίες για να στεγάσουν τους εργάτες που δούλευαν στα εργοστάσια της πόλης και στο Αλαβέρντι. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο της Αχτάλα ήταν το εργοστάσιο του αλουμινίου που τροφοδοτούσε το Αλαβέρντι. Η λειτουργία αυτού του εργοστασίου σταμάτησε μετά την ανεξαρτησία της Αρμενίας γιατί θεωρήθηκε εργοστάσιο με υψηλά επίπεδα μόλυνσης. Και άλλα εργοστάσια, όπως αυτό της παραγωγής κουτιών κονσέρβας μείωσαν την παραγωγή τους και απέλυσαν προσωπικό.
Η κωμόπολη της Αχτάλα αποτελούσε ένα μικρό αστικό κέντρο που κάλυπτε τις ανάγκες του πληθυσμού σε σχολεία, αθλητικά κέντρα με πισίνα και σινεμά. Αλλά το καμάρι όλων των κατοίκων ήταν το τελεφερίκ που ένωνε την πάνω πόλη με το σιδηροδρομικό σταθμό.
Τελεφερίκ, Αχτάλα – Puerrtto, Οκτώβριος 28, 2019
Οι σχέσεις μεταξύ των ελληνικών κοινοτήτων της Αρμενίας και της Γεωργίας
Οι οικογένειες των χωριών αυτών ήταν συχνά συγγενείς. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, η κυκλοφορία από τη μια και από την άλλη πλευρά των συνόρων γίνονταν χωρίς καμιά διαδικασία. Οι γάμοι μεταξύ των Ποντίων της Αρμενίας και αυτών της Γεωργίας ήταν αρκετά συχνοί. Οι γάμοι ήταν η αφορμή για τη διοργάνωση μιας μεγάλης γιορτής όπου οι μουσικοί του χωριού παίζανε ποντιακή και τούρκικη μουσική. Δεν τραγουδούσαν ρώσικα τραγούδια γιατί οι ηλικιωμένοι δεν τα γνωρίζανε.
Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, η Γκόρα ήταν σε πλήρη άνθηση. Ήταν ένα ορεινό χωριό που μαζί με το ποντιακό χωριό Σακιρέ και με ένα αζέρικο χωριό αποτελούσαν ένα κολχόζ. Εκεί δούλευαν όλοι οι κάτοικοι. Καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, πατάτες, αχλάδια, κεράσια και μήλα.
Η μορφολογία των κατοικιών ήταν σε μεγάλο βαθμό ομοιογενής: σπίτια ενός ορόφου με το στάβλο στο ισόγειο για τα ζώα (πρόβατα, κατσίκες, γαϊδούρια) και την κατοικία στον πρώτο όροφο. Η θέρμανση γίνονταν με ξύλα ή με κάρβουνο. Οι κάτοικοι είχαν το δικαίωμα να μαζέψουν ξύλα στο δάσος με την προϋπόθεση να κόβουν τα δέντρα που έχουν ήδη πέσει ή είναι άρρωστα. Μπορούσαν επίσης να πάνε για κυνήγι.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι κάτοικοι των χωριών αυτών πουλούσαν στην αγορά των χωριών άγρια φρούτα, φράουλες και σμέουρα που μάζευαν οι ίδιοι στο δάσος. Κατασκεύαζαν το ψωμί τους μόνοι τους στο φούρνο από ξύλα (περίπου 20 με 30 καρβέλια κάθε δύο μήνες). «Μόνο οι τεμπέληδες είναι αυτοί που δεν φτιάχνουν μόνοι τους το ψωμί τους και πήγαιναν να το ζητήσουν στο γείτονα. Το χειμώνα πάστωναν λάχανο το οποίο κατανάλωναν όλο το χρόνο. Δεν υπήρχαν πολλές δυνατότητες για διασκέδαση. Πήγαιναν στο σινεμά που λειτουργούσε μόνο το Σαββατοκύριακο και που ήταν ο κύριος τόπος συναντήσεων κυρίως των νέων.
Η θρησκεία δημιουργός νέων τόπων εθνοτικής ταυτότητας
Για τους Έλληνες Πόντιους από την πρώην Σοβιετική Ένωση, η θρησκεία ήταν πάντα ένα προσδιοριστικό στοιχείο της εθνικογεωγραφικής τους ταυτότητας και αποτελούσε το σημείο σύνδεσης με την ελληνική εθνική τους ταυτότητα και την ιστορική τους πατρίδα. Οι παραδόσεις και οι κοινοτικοί δεσμοί διατηρούνταν γύρω από την εκκλησία. Οι τελετές και οι θρησκευτικές γιορτές ήταν μια σημαντική στιγμή για την ποντιακή κοινότητα.
Όλος ο κόσμος μαζευότανε στο Λεν – Ρουντνίκ για την γιορτή της Παναγίας στις 21 Μαΐου. Στις τρεις εκκλησίες του Γιαγντάν και στην ελληνική εκκλησία της Αχτάλα συναντιόνταν όλοι οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών. Στην Αχτάλα, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που κατασκευάστηκε το 1830 έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας. Ήταν το σημείο συνάντησης για χιλιάδες Πόντιους που μαζευόντουσαν εκεί στις 21 Σεπτεμβρίου.
Οι Έλληνες Πόντιοι έζησαν αρμονικά με τους Αρμένιους για δεκαετίες και είχαν ενταχθεί εξ΄ολοκλήρου στη χριστιανική αρμένικη κοινωνία. Αυτή η ιδιαιτερότητα της Αρμενίας οδήγησε τους Έλληνες και τους Αρμένιους να μοιράζονται τις ίδιες εκκλησίες παρ’ όλες τις θεολογικές τους διαφορές. Οι θρησκευτικοί χώροι αποτελούσαν χώρο αναφοράς για το σύνολο της κοινωνίας. Έτσι, μέσα από τη θρησκεία δημιουργείται μια διπλή ταυτότητα, αρμένικη και ελληνική η οποία αργότερα στην Κύπρο, λαμβάνοντας υπόψη και την ισχυρή θέση της αρμένικης κοινότητας στο Νησί, τους βοηθάει να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τις πολιτισμικές και εθνοτικές ιδιαιτερότητές τους.
Αντιθέτως, στη Γεωργία, στα συνοριακά χωριά με την Αρμενία, οι εκκλησίες δεν είχαν παπάδες. Ένας κάτοικος του χωριού διάβαζε τα κείμενα της λειτουργίας και η κοινότητα όριζε έναν υπεύθυνο για τη φύλαξη της εκκλησίας ώστε να αποφεύγονται οι καταστροφές.
Στο χωριό Γκόρα υπήρχαν πολλές εκκλησίες και η διάσημη εκκλησία της Παναγίας όπου γιορτάζονταν κάθε χρόνο στις 28 Αυγούστου η μεγάλη γιορτή της Ανάληψης. Αυτή η γιορτή συγκέντρωνε εκατοντάδες Ποντίους που έρχονταν από όλα τα γειτονικά χωριά της Αρμενίας και της Γεωργίας και καμιά φορά και από πολύ μακρύτερα. Οι προμήθειες για αυτή τη μεγάλη γιορτή εξασφαλίζονταν από τα χωριά και τις γειτονικές πόλεις: από το Ντμανίσι στη Γεωργία και το Καλίνινο στην Αρμενία.
Η μετανάστευση προς την Ελλάδα και την Κύπρο
Το μεταναστευτικό κύμα πήρε τεράστιες διαστάσεις στα χρόνια που ακολούθησαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και ειδικότερα μετά την ανεξαρτησία της Γεωργίας και της Αρμενίας. Η δεινή οικονομική κρίση μετά τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής στην Αρμενία και τον πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν οδήγησε σε ερήμωση τα ποντιακά χωριά. Το ίδιο συνέβη και στη Γεωργία. Σήμερα, στη Gora δεν μένουν παρά μόνο τριάντα οικογένειες που αποτελούνται από ηλικιωμένα άτομα. Παλαιότερα κατοικούσαν 120 οικογένειες. Τα σπίτια τους κατοικούνται σήμερα από Γεωργιανούς και Αζέρους. Στο χωριό Σακιρέ οι μισές οικογένειες έχουν επίσης μεταναστεύσει. Λίγο πριν τη μεγάλη μετανάστευση το χωριό αυτό αριθμούσε 150 οικογένειες.
Οι Έλληνες Πόντιοι με τις οικογένειες τους, ενημερωμένοι σχετικά με τη δυνατότητα εγκατάστασής τους στην Ελλάδα, διάλεξαν την ιστορική τους πατρίδα ως μελλοντικό τόπο εγκατάστασής τους. Με τους Αρμένιους και Ρώσους συγγενείς τους και σε πολύ λίγες περιπτώσεις με Γεωργιανούς συγγενείς μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα.
Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης ο μοναδικός προορισμός ήταν η Ελλάδα. Παρ΄ όλα αυτά μέσα σε μερικά χρόνια οι δύσκολες συνθήκες εγκατάστασης στην Ελλάδα και οι δυσκολίες στην εύρεση εργασίας τους έκαναν να αλλάξουν το μεταναστευτικό τους προορισμό.
Η Κύπρος αποτελεί το δεύτερο σε επιλογή προορισμό για τους Έλληνες Πόντιους από την Αρμενία. Δεν πήγαν όλοι στην Κύπρο κατευθείαν από τα χωριά καταγωγής τους. Πολλοί πήγανε πρώτα στη νότια Ρωσία, στο Κρασνοντάρ και στο Νοβοροσίσκ, που είχαν συγγενείς.